-
1 πρόγνωση
[-ις (-εως)] η1) предвидение, предугадывание; предсказывание, прогнозирование; 2) предсказание; прогноз (тж. врачебный);πρόγνωση του καιρού — прогноз погоды;
βαρεία πρόγνωση — плохой прогноз (врача)
-
2 прогноз
прогноз м η πρόγνωση· \прогноз погоды η πρόγνωση του καιρού ·* * *мη πρόγνωσηпрогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού
-
3 погода
погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού* * *жο καιρόςхоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός
(сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο
сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση
прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού
-
4 прогноз
-а α.πρόγνωση, πρόβλεψη•прогноз погоды πρόγνωση του καιρού•
прогноз политического положения πρόγνωση της πολιτικής κατάστασης.
-
5 радиоприёмник
το ραδιόφωνο, ο δέκτης του ασυρμάτου, ο ραδιοδέκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоприёмник
-
6 предсказание
предсказаниес ἡ πρόρρηση, τό προ-μάντεμα, ἡ πρόγνωση [-ις]:\предсказание погоды ἡ πρόγνωση τοῦ καιρού. -
7 прогноз
прогнозм ἡ πρόγνωση [-ις], τό προγνω-στικό[ν], ἡ πρόβλεψη [-ις]:\прогноз погоды ἡ πρόγνωση τοῦ καιρού. прогнуться сов см. прогибаться. проговариваться несов ἀφήνω νά μοῦ ξεφύγει, ἀκριτομυθώ. -
8 прогноз
η πρόγνωση, η πρόβλεψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогноз
См. также в других словарях:
πρόγνωση — η / πρόγνωσις ώσεως, ΝΜΑ [προγιγνώσκω] 1. ιατρ. η πρόβλεψη από τον γιατρό τής εξέλιξης και τής κατάληξης μιας νόσου, πρόβλεψη που βασίζεται περισσότερο στην ιατρική πείρα και λιγότερο σε αντικειμενικά κριτήρια 2. φρ. «θεία πρόγνωση» θεολ. μερική… … Dictionary of Greek
μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek
αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… … Dictionary of Greek
μηναλλάγια — τα οι πρώτες ημέρες τού Αυγούστου, αλλ. μερομήνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + μσν. ἀλλάγια, σταθμοί όπου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να αλλάξουν τα κουρασμένα άλογά τους με άλλα, ξεκούραστα. Η λ. μηναλλάγια χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις πρώτες… … Dictionary of Greek
μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… … Dictionary of Greek
ραδιομετεωρολογία — η, Ν (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής κατώτερης ατμόσφαιρας με τη βοήθεια ραδιοηλεκτρικών μέσων, καθώς και τών επιδράσεων τών διαφόρων καιρικών στοιχείων στα ραδιοηλεκτρικά κύματα, ενώ τα αποτελέσματά … Dictionary of Greek